- παρακύηση
- ηιατρ. ανάπτυξη γονιμοποιημένου ωαρίου έξω από τη μήτρα, εξωμήτρια κύηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracyesis < παρ(α)-* + κύησις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακύηση — η (ιατρ.), εξωμήτρια κύηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)